- μονισμός
- ο(φιλοσ.), κοσμοθεωρία που δέχεται μία μόνο αρχή των όντων, ο ενισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονισμός — Κάθε φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως θεμέλιο της πραγματικότητας, και επομένως και της ερμηνείας που προσφέρεται από την πραγματικότητα, μια μόνη ουσία και μια μόνη αρχή. Κατά ορισμένες εκδοχές, ο μ. είναι αντίθετος στον δυϊσμό και καταλήγει… … Dictionary of Greek
Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ — (Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού… … Dictionary of Greek
ενισμός — ο [ένα] ο μονισμός*, φιλοσοφική θεωρία που δέχεται μία μόνο αρχή τών όντων, κατά την οποία δηλ. τα πάντα στον κόσμο είναι μόνον ένα, αποτελούν ενότητα κατά την αρχή, τη σύσταση και την ύπαρξή τους … Dictionary of Greek
θεομονισμός — ο θεωρία κατά την οποία το μόνο πράγματι υπαρκτό ον είναι ο θεός, όλα δε τα άλλα που θεωρούνται ότι υπάρχουν υπάρχουν μόνο μέσα στον θεό και διά τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theomonism < theo (πρβλ. θεο ) + monism (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… … Dictionary of Greek
μονιστής — ο, θηλ. μονίστρια οπαδός τού μονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. monist (βλ. μονισμός)] … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
ψυχομονισμός — ο, Ν φιλοσοφική θεώρηση κατά την οποία υπάρχει πράγματι μόνον ό,τι συμβαίνει στην ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + μονισμός] … Dictionary of Greek
ενισμός — ενισμός, ο και μονισμός, ο (φιλοσ.), μεταφυσική θεωρία, που δέχεται ότι όλα πηγάζουν από μία μόνο αρχή, ότι δηλ. όλα στον κόσμο είναι ένα, κάτι μόνο, και επομένως τα σωματικά και ψυχικά φαινόμενα είναι δύο μορφές μιας και της ίδιας ουσίας και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)